17 κλωστές – Το βιβλίο που έγινε σειρά απο αληθινή ιστορία των Κυθήρων

9 Μαρτίου, 2024

Η σειρά “17 Κλωστές” του Σωτήρη Τσαφούλια, με το σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη, απο το ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, διαδραματίζεται στα έτη 1906-1909 στα Κύθηρα και εξιστορεί μία από τις μαζικότερες δολοφονίες που γνώρισε ποτέ η χώρα μας.

Μετά την επιτυχία του «Έτερος Εγώ», ο Σωτήρης Τσαφούλιας επιστρέφει με το νέο δημιούργημά του, τις «17 Κλωστές», που κάνει πρεμιέρα στην Cosmote TV απο την Tanweer productions.

Πρόκειται για μια σειρά βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη και αφηγείται μια πραγματική ιστορία που διαδραματίστηκε στα Κύθηρα το 1909.

Η σειρά είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Μας μεταφέρει στα Κύθηρα από το 1906 ως το 1909 και εξιστορεί μία από τις μαζικότερες δολοφονίες που γνώρισε ποτέ η χώρα μας. Εκεί συναντάμε το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τον Αντώνη, έναν φιλήσυχο τσαγκάρη που υποδύεται ο Πάνος Βλάχος. Ήταν ένας αγαπητός νέος άνδρας, μέχρι που τον συκοφαντούν αναίτια. Η κατακραυγή της τοπικής κοινωνίας τον αναγκάζει να φύγει. Κάνει μια νέα αρχή στον Πειραιά. Ξανά όμως, η προσπάθειά του να ξεφύγει πέφτει στο κενό. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στη μεγάλη πόλη, γεμίζοντας τον Αντώνη πίκρα και οργή. Τώρα, του μένει μόνο ένας δρόμος: Η εκδίκηση.

Μαρίνα Ψάλτη, Αθηνά Τσιλύρα, Θοδωρής Κατσαφάδος, Κώστας Φλωκατούλας, Κώστας Φιλίππογλου, Μάνος Βακούσης, Ταξιάρχης Χάνος, Φώτης Θωμαΐδης, Θάνος Τοκάκης, Ντένια Στασινοπούλου, Μελίνα Βαμπούλα, Άλκηστη Πουλοπούλου, Ειρήνη Ιωάννου–Παπανεοφύτου, Στέλλα Αντύπα, Χρήστος Βελιάνος, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Ελένη Δαφνή, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Νικόλας Δροσόπουλος και Τάσος Σωτηράκης. Στη σειρά συμμετέχουν, επίσης, οι: Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Θράσος Σταθόπουλος, Μιρέλλα Παπαοικονόμου, Δήμητρα Σακαλή, Δωροθέα Βουτσαδοπούλου, Μαρία Κοντοδήμα, Γιάννης Βουλγαράκης, Φώτης Πέτσος, Γιώργος Κανέλλης, Κώστας Ροζής, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Κώνσταντίνος Τσεντούρος και Άπος Κυπραίος.

Στο άρθρο μου στα “Κυθήδωρα”, θα διαβάσετε συνεντεύξεις και θα δείτε τις φωτογραφίες κατοίκων που συμμετείχαν και δέχθηκαν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους μαζί μου, τους οποίους υπερευχαριστώ, καθώς μαζί τους εγκαινιάζω το νέο διαδικτυακό μου σπιτικό.

Με αφετηρία τον Πάνο Δημάκη, καθώς απο το βιβλίο του ξεκίνησαν όλα.

-Θα ήθελες να μας πεις Πάνο, ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τα Κύθηρα; Τι σε έφερε στο νησί μας και τι σε παρακίνησε να γράψεις τις «17 κλωστές»;

Πρώτη φορά ήρθα στα Κύθηρα το 2012 ως επισκέπτης. Μετά από λίγα χρόνια έκανα εκεί Πάσχα που ήταν μια υπέροχη εμπειρία και επισκεπτόμενος για τρίτη φορά το νησί, άκουσα από μια οικογένεια στις Καλοκαιρινές την ιστορία, επειδή είχαν μάθει ότι λατρεύω τις παλιές ιστορίες και έτσι μου αφηγήθηκαν αυτήν την απίστευτη ιστορία, η οποία αμέσως μου γέννησε και την έκπληξη για το πόσο συνταρακτική ήταν, αλλά ταυτόχρονα μου γέννησε πολύ γρήγορα διάφορες ιδέες μέσα μου που ένιωσα πως έπρεπε να τις αποτυπώσω στο χαρτί. Διάφορα μηνύματα. Δηλαδή αποφάσισα να μην μείνω μόνο στο «αστυνομικό» κομμάτι της υπόθεσης, αλλά να εντρυφήσω και σε άλλα θέματα τα οποία αναδύονται.

-Τι σε παρακινεί γενικότερα να γράφεις; Από πού αντλείς τις ιστορίες σου;

Αυτό που με παρακινεί να γράψω, ομολογώ ότι είναι κάτι καινούριο, γιατί ασχολήθηκα με τη συγγραφή αρκετά πρόσφατα. Είναι νομίζω η ανάγκη μου να πω ιστορίες. Πάντοτε τις αφηγούμουν, έστω και προφορικά. Αυτά που διάβαζα, αυτά που μάθαινα, ήθελα να τα μεταλαμπαδεύω με τον τρόπο μου, με την αφήγησή μου σε κάποιους άλλους. Και νομίζω ότι θέλω να εκφράσω τις απόψεις μου για συγκεκριμένα θέματα που ταλανίζουν την κοινωνία τώρα ή και πάντοτε. Από πού αντλώ τις ιστορίες μου… Το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν από αληθινή ιστορία παρόλο που έχει πολλά στοιχεία μυθοπλαστικά. Το δεύτερο είναι εντελώς μυθοπλασία, όμως νομίζω ότι το παρελθόν με έλκει, εξού και τα δύο είναι στο παρελθόν. Τοποθετημένα όμως πάντοτε σε άμεση σύνδεση με το παρόν. Δηλαδή είναι στο παρελθόν μεν, αλλά είναι αλληγορικά, είναι συμβολικά και ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί ακόμη και σήμερα. 

-Μίλησέ μας για τη διαδικασία μεταφοράς του βιβλίου σου σε σειρά από την Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Πώς δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον από τη σεναριογράφο, γνωστή λάτρη των Κυθήρων, για το βιβλίο σου;

Η Μιρέλλα Παπαοικονόμου ανακάλυψε το βιβλίο μου μέσω του «Βιβλιόγατου», το βιβλιοπωλείο του Πάνου Καλλίγερου στο Λιβάδι Κυθήρων. Διάβασε το βιβλίο, της το πρότεινε γιατί θεώρησε ότι θα την ενδιαφέρει και όντως πάρα πολύ σύντομα η Μιρέλλα επικοινώνησε μαζί μου και εξεδήλωσε το ενδιαφέρον της να το διασκευάσει σε σενάριο. Βέβαια, πέρασε αρκετός καιρός γιατί έψαχνε κι εκείνη την κατάλληλη στιγμή και την κατάλληλη εταιρεία με την οποία θα συνεργαζόταν. Είμαι πάρα πολύ ευτυχής που συνεργάζομαι μαζί της γιατί είναι ένας υπέροχος άνθρωπος. Μοιραζόμαστε την αγάπη μας για τα Κύθηρα, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι είναι η αγαπημένη εθνική μας σεναριογράφος εδώ και 30 χρόνια. Οπότε για μένα είναι μεγάλη τιμή. Είμαι σίγουρος πως διαβάζει πάρα πολλά βιβλία τον χρόνο για να εμπνευστεί από κάποια από αυτά, οπότε είμαι πανευτυχής που διάλεξε το βιβλίο μου.

-Με αφορμή τις πρόσφατες επισκέψεις σου στα Κύθηρα όπου αυτή την περίοδο πραγματοποιούνται τα γυρίσματα της σειράς, ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από τους ντόπιους κατοίκους και ποια η επαφή σου με αυτούς;

Έχω έρθει στα Κύθηρα 7 φορές και τώρα θα έρθω ξανά και την όγδοη για την συνέχεια των γυρισμάτων στην οποία παίρνω μέρος κι εγώ. Οι εντυπώσεις μου από τους ντόπιους κατοίκους είναι κάθε χρόνο και καλύτερες γιατί πλέον φανταστείτε ότι την πρώτη φορά που ήρθα, ήξερα μόνο ένα άτομο. Πλέον ξέρω πάρα πολύ κόσμο, ακόμα κι αν δεν τους ξέρω εγώ, με ξέρουν εκείνοι. Είναι πολύ ζεστοί άνθρωποι, έχουν αγκαλιάσει και μένα και απ´ότι μαθαίνω και το είδα ιδίας όμμασι, έχουν αγκαλιάσει και την παραγωγή. Ξέρετε, δεν είναι απλά να συνδεθείς με ένα μέρος. Το μέρος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με τους ανθρώπους του, οπότε είμαι σίγουρος ότι δεν αγάπησα τα Κύθηρα μόνο και μόνο για τη φυσική ομορφιά τους και την ιστορία τους. Ο ανθρώπινος παράγοντας σίγουρα έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο να το θεωρώ το αγαπημένο μου νησί.

-Γνωρίζω πολύ καλά πως στη διαδικασία της έρευνας για τη συγγραφή του βιβλίου σε βοήθησε και ο κοινός μας φίλος, ο Νίκος Βέργος. Θυμάμαι άλλωστε ότι ήταν εκείνος ο πρώτος που μας σύστησε εμάς τους δυο, στον Μυλοπόταμο, όταν με προσκαλέσατε ως φωτογράφο στην παρουσίαση του βιβλίου “17 κλωστές” στις Καλοκαιρινές (που δυστυχώς λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων δεν μπόρεσα να έρθω και ζητώ συγγνώμη). Μίλησέ μας λίγο, αν θέλεις, για τον αγαπημένο σου φίλο.

Ο Νίκος Βέργος είναι όχι απλώς ένας φίλος, μα ένας συνοδοιπόρος. Σαν εκείνους τους ακάματους οδηγούς, που γνωρίζουν κάθε πέτρα και μπορούν να σε καθοδηγήσουν μέσα στα πολύκλαδα μονοπάτια της Κυθηραϊκής πραγματικότητας. Είναι πολύτιμη η βοήθεια του όλα αυτά τα χρόνια σε κάθε τομέα και κυρίως η αγάπη και η στήριξή του. Ειλικρινά, λίγα άτομα έχουν αγαπήσει τόσο πολύ κι ολόψυχα όλο αυτό το οικοδόμημα που λέγεται “Δεκαεπτά Κλωστές”.

-Φαίνεσαι ένας άνθρωπος λαμπερός, πολυταξιδεμένος, με πολλά ενδιαφέροντα και γεμάτος εκπλήξεις. Μίλησέ μας για τον εαυτό σου.

Θεωρώ ότι δεν μπορώ να ζήσω αν δεν έχω πολλά ενδιαφέροντα και προσπαθώ να είμαι πολυσχιδής, όχι γιατί πρέπει να είμαι, αλλά επειδή μου βγαίνει φυσικά. Αγαπώ πολύ τα ταξίδια και τα ταξίδια δεν είναι απλά ένας τρόπος για να χαλαρώσεις. Εγώ ομολογώ ότι δεν χαλαρώνω τόσο πολύ. Πιο πολύ κουράζομαι, αλλά χαλαρώνει το μυαλό μου. Η εξερεύνηση για μένα είναι η απόλυτη ξεκούραση γιατί βασικά ανοίγει, διευρύνει τους ορίζοντές μου. Γνωρίζω ανθρώπους, έρχομαι σε επαφή με νοοτροπίες, μαθαίνω στοιχεία της παράδοσης τα οποία είναι κι αυτά συνδεδεμένα με την κοσμοθεωρία των ανθρώπων, οπότε γενικά είμαι ένας άνθρωπος που αρέσκεται στο να μαθαίνει. Λατρεύω τη γνώση, αυτό νομίζω έχει αντίκτυπο και στο ότι ασχολήθηκα και με τα τηλεπαιχνίδια γνώσεων, πλέον και ως chaser, θέλω πάντοτε να μαθαίνω κάτι καινούριο.

-Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον στα Κύθηρα να μας παρουσιάσεις και το επόμενο βιβλίο σου, «Το ποτάμι των χιλίων τυφλών», από τις εκδόσεις «Διόπτρα», που είμαστε σίγουροι πως θα γίνει best seller και αυτό. Μίλησέ μας λίγο για αυτό και αν θέλεις και για τη συνεργασία σου με το βιβλιοπωλείο «Βιβλιόγατος», στα Κύθηρα όπου παρουσιάζεις και υπογράφεις τα βιβλία σου.

Το νέο μου βιβλίο «Το ποτάμι των χιλίων τυφλών» από τις εκδόσεις Διόπτρα, είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο προσπαθεί να απαντήσει σε αιώνια ερωτήματα, όπως γιατί το μίσος είναι πιο εύκολο απ’ την αγάπη και να αναλύσει και να αναρωτηθεί πάνω στο ζήτημα της φυλαρχίας, της δημαγωγίας και τις ανάγκες κάποιων ανθρώπων να ελέγξουν τους άλλους επειδή τους τρέφει η εξουσία. Να τους χειραγωγήσουν. Έχει βγει εδώ και δύο μήνες και πάει εξαιρετικά καλά. Είναι πάντοτε κάθε εβδομάδα στις λίστες των ευπώλητων και αυτό μου δίνει εννοείται απίστευτη χαρά, πόσο μάλλον όταν έχουν μπει και οι «17 κλωστές» ταυτόχρονα στις ίδιες λίστες. Είναι σαν δυο παιδιά μου που ενώ γεννήθηκαν με μια μικρή διαφορά είναι σαν να γεννήθηκαν ταυτόχρονα. Η συνεργασία μου με τον Πάνο Καλλίγερο πλέον αριθμεί 3 χρόνια και είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος βασικά εκείνος με ανακάλυψε, εκείνος πρότεινε το βιβλίο μου στην Μιρέλλα και μετά τα πράγματα πήραν τον τροπή που όλοι ξέρουμε σιγά σιγά. Είναι ένας άνθρωπος που νιώθω ότι είναι ακάματος και θέλει να συμβάλλει όσο πιο πολύ μπορεί στην πολιτιστική ζωή του νησιού, οπότε και με το πρώτο βιβλίο και με το δεύτερο πλέον, έχουμε μια πολύ αγαστή συνεργασία και τον λογίζω ως φίλο μου.

-Τι νομίζεις πως γράφει το μέλλον του Παναγιώτη Δημάκη; Ποια είναι τα όνειρά σου και οι προσδοκίες σου από αυτό;

Στο μέλλον θα ήθελα να με δω να είμαι στα Ελληνικά Γράμματα με αξιώσεις, να μπορώ με τα βιβλία μου να μιλώ στις ψυχές των ανθρώπων και να τους κάνω να αναλογιστούν πράγματα τα οποία και μένα με απασχολούν ή με ταλαιπωρούν ενίοτε. Θα ήθελα να συμμετέχω είτε ως μέλος, είτε με δική μου πρωτοβουλία σε projects, σε σχέδια που προάγουν τη γνώση σε όλα τα επίπεδα, πολλές φορές και μέσω των ψηφιακών μέσων. Δεν θα είναι κατ’ ανάγκη τηλεοπτικά παρόλο που απολάμβανα απόλυτα κι απίστευτα τη συμμετοχή μου στο Chase. Και θα ήθελα επίσης να έχω και τη δυνατότητα να κάνω πολλά ταξίδια, να συνεχίσω να κάνω πολλά ταξίδια και να γνωρίζω ανθρώπους και νοοτροπίες και σίγουρα να έρχομαι όσο πιο συχνά γίνεται στα αγαπημένα μου Κύθηρα.

Στη συνέχεια όσα μοιράστηκε μαζί μας ο Πάνος Καλλίγερος, ιδιοκτήτης των βιβλιοπωλείων “Βιβλιόγατος”, με καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του βιβλίου σε σειρά.

Πάνος Καλλίγερος

“Πριν απο 4 χρόνια, στις 12 το βράδυ, έλαβα ένα μήνυμα από την κ. Ευφροσύνη Καλογρίδη που με ρωτούσε σχετικά με το βιβλίο «17 κλωστές». Κι έτσι άρχισαν όλα. Μου έφερε το βιβλίο στο βιβλιοπωλείο μου και όταν το διάβασα, αισθάνθηκα όσο ποτέ άλλοτε, ότι εδώ υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα. Το βιβλίο είναι αληθινό και απίστευτα καλογραμμένο. Δεν μου άφησε κανένα περιθώριο για δεύτερης μέρας ανάγνωση. Περίτεχνα κεντημένο το κείμενο, κι αυτό δικαιολογημένα ανήκει στην ακτινοβολία και το ταλέντο του Πάνου Δημάκη. Από εκεί και έπειτα, πωλήσεις! Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην του το προτείνω, καμιά φορά ίσως και λίγο επιθετικά. Επόμενο βήμα, η γνωριμία με τον Πάνο και φυσικά παρουσιάσεις. Και οι δυο παρουσιάσεις που έγιναν, εκ των οποίων η μια στον τόπο του φονικού, είχαν απίστευτη επιτυχία. Το βιβλίο είχε ήδη πάει στον σωστό άνθρωπο, σημαία του νησιού μας, την Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Της είπα, ότι εδώ πρέπει να γίνει κάτι, οπωσδήποτε! Κι έτσι κι έγινε. Το θέμα είχε πάει πλέον αλλού. Όλη η ομάδα του Σωτήρη Τσαφούλια μαζί με το σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και της Κάτιας Κισσονέργη και το ταλέντο του Πάνου Βλάχου, όπως και όλων των ηθοποιών, εγγυώνται ένα μοναδικό δημιούργημα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ανθρώπους στα μετόπισθεν, που χωρίς τη συμβολή τους δεν θα μπορούσε να φιλοξενηθεί στο νησί μας, τόσο όμορφα αυτή η σειρά. Και αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι είναι: Η Βανέσα Ράικου, η Μαρί Κορωναίου, ο Δήμος Κυθήρων, ο Νίκος Βέργος, ο Μανώλης Καλλίγερος, η Ελένη Χάρου. Τα βιβλιοπωλεία «Βιβλιόγατος», έχουν διανύσει όλα αυτά τα 16 χρόνια ύπαρξης, αξιοσημείωτη διαδρομή στα πολιτιστικά δρώμενα των Κυθήρων. Κι εγώ και ο Αλέξανδρος Σεμιτέκολος, είμαστε υπερήφανοι που εκκινήσαμε κάτι τόσο σπουδαίο ώστε αυτό να γιγαντωθεί”.

‘Επειτα ήρθε μια συγκλονιστική εξομολόγηση του Φώτη Πέτσου, μόνιμου πλέον κατοίκου Κυθήρων εδώ και αρκετά χρόνια, εραστή του θεάτρου, που συμμετείχε στην σειρά με ρόλο ισάξιο των διάσημων πρωταγωνιστών, εκπληρώνοντας το παιδικό του όνειρο.

Φώτης Πέτσος

“Είμαι ο Φώτης Πέτσος, είμαι 54 ετών και έχω έρθει από τη Θεσσαλονίκη στα Κύθηρα εδώ και 12 χρόνια. Ήμουν στον χώρο των εταιριών, στις πωλήσεις, golden boy, έκανα μια δική μου δουλειά στο τέλος, υπερπετυχημένη, μας έπιασε η κρίση, η δήθεν, πτωχεύσαμε, χάσαμε όλη την περιουσία μας και ήρθαμε να ζήσουμε στα Κύθηρα κατ’επιλογή, ελεύθεροι, χωρίς να έχουμε ούτε σόγια, ούτε καταβολές απο εδώ. Εδώ νιώσαμε τόσο όμορφα και μας αγκάλιασε ο τόπος τόσο καλά, εγκλιματιστήκαμε, το νιώθουμε μέρος μας, πατρίδα μας, τον αγαπάμε και στον χρόνο που δεν σπαταλούσαμε σε κίνηση φαναριών και σε άσκοπες μετακινήσεις, εγώ δούλεψα για τον εαυτό μου και για το σύνολο, μπαίνοντας σε μια θεατρική ομάδα στα Κύθηρα, για να εκπληρώσω το νεανικό μου όνειρο που ήθελα να γίνω ηθοποιός. Από μικρός, ήμουν ο παλιάτσος της παρέας, είχαμε πάρα πολύ γέλιο, με φώναζαν όπου υπήρχε εκδήλωση στο σχολείο και έφτιαχνα προγράμματα τότε ως stand up comedian.  

Αλλά αυτό δεν μπόρεσα να το συνεχίσω γιατί δεν είχα βοήθεια από το σπίτι, είχα τοίχους, ενώ οι γονείς μου ήταν υπερδοτικοί και άψογοι, σε αυτό το κομμάτι ήταν αρνητικοί όπως η πλειοψηφία των γονέων τότε, τη δεκαετία του ’80. Οπότε δεν μπόρεσα να το κάνω επάγγελμα όπως και ήθελα και έβγαλα την τρέλα μου εδώ. Εδώ λοιπόν με τη θεατρική ομάδα ανεβάσαμε πολλά έργα, διοργανώσαμε την θεατρική παράσταση της Τσικνοπέμπτης πολλές φορές και όλο αυτό ήρθε και τάισε τη φλόγα μέσα μου. Λόγω της θεατρικής ομάδας λοιπόν, όποιος ερχόταν στο νησί ψαχνόταν όταν ήθελε κόσμο, μέσω της θεατρικής ομάδας και έβρισκε. Με αυτή την λαβή δούλεψα κάποια στιγμή με μια ομάδα Καναδών, που έκαναν το Lough Out Loud (γνωστό ως L.O.L.) που παιζόταν παλιά στον Alpha με σκετσάκια χωρίς λόγια, του λεπτού -είχα πάρει μέρος σε αυτό σε αρκετά γυρίσματα- μετά από μερικά χρόνια είχε έρθει μια μεγάλη Γαλλοαλγερινή σκηνοθέτης, η Μαρινμάρ Μαρί, η οποία γύρισε ένα μεγάλο μέρος ενός ντοκιμαντέρ για διαγωνισμό, το οποίο ήταν 6ωρο και λεγόταν «Το οχυρό των τρελών».

Εκεί ήμουν γύρω στις 20 μέρες μαζί τους, είχε μια τεχνική που τραβούσε τους ηθοποιούς απο μακριά, τους έδειχνε σαν να είναι πιόνια σε ένα σύστημα και είχε πολύ ενδιαφέρον, με ένα γύρισμα με πολύ κοντινό πλάνο που άνοιγε ο καθένας την ψυχούλα του και έβγαζε τα δικά του. Κατόπιν είχε έρθει η coca-cola, εκεί έκανα μια διαφήμιση για λογαριασμό της όταν χάρισε κάποιες δεξαμενές νερού στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα. Εκεί δούλεψα 1μιση ημέρα για μεγάλα αφεντικά σε μια διαφήμιση που παίχτηκε στο διαδίκτυο και στα σινεμά για πάνω από 5 μήνες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και έπιασε και λίγο τις ακτές του Ατλαντικού από την άλλη μεριά. Αυτή ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Κατόπιν η φίλη μου Πέννυ Παναγιωτοπούλου, που είναι πάρα πολύ δυνατή σκηνοθέτιδα, έκανε την εκπομπή στην ΕΤ2, «Το μαγικό των ανθρώπων». Λέγοντας λοιπόν την ιστορία μας, με τη γυναίκα μου, πώς ξεκινήσαμε, ζούσαμε στη χλιδή, πτωχεύσαμε, ζήσαμε την απόλυτη φτώχεια και ήρθαμε στα Κύθηρα κάνοντας τα πάντα από δουλειές, θέλησε να το πω αυτό μέσω της εκπομπής της σε όλο τον κόσμο. Στην αρχή ήμουν διστακτικός, μετά όμως ένιωσα ότι αν το έλεγα ίσως και να γλίτωνα έστω και έναν από το να πηδήξει από την ταράτσα, γιατί για λιγότερα από οτι περάσαμε εμείς, πολύς κόσμος πήδηξε. Ξέρουμε ότι από την κρίση μέχρι σήμερα μετράει πάνω απο 10.000 αυτοκτονημένους η Ελλάδα δυστυχώς. Τα είπα λοιπόν στο «μαγικό των ανθρώπων». Η ανταπόκριση ήταν τεράστια, τα μηνύματα ερχόταν κατα ριπάς στο facebook, στο messenger και είδα οτι πολύς κόσμος συνέπασχε με αυτό και ταυτίστηκε.

Εάν πάω λίγο πίσω και θυμηθώ το πώς ήρθαμε και τι κάναμε εδώ, η Τιτίκα η σύζυγός μου, δούλευε σε σουβλατζίδικο, κρατούσε μια καταπληκτική γριούλα που την περιποιόταν, την άλλαζε και την έκανε μπάνιο για έναν χρόνο. Δούλεψε σε σούπερ μάρκετ, μαζί καθαρίσαμε δωμάτια, εγώ πήγα στην οικοδομή σε μονώσεις, ενώ έχω πτυχίο στο marketing και μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων, πήγα και σε μάρμαρα, μάζευα ελιές σε συνεργεία, είχα κατσίκες, διαχειριζόμουν κάποια στρέμματα αμπέλια, παρήγαγα τσίπουρο και φατουράδα (κυθηραϊκό ηδύποτο), είχα κότες, έφτιαχνα τυρί, δηλαδή ότι μπορούσε να θρέψει πρώτα εμάς γιατί τα χρήματα ήταν λίγα, έκοβα ξύλα, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Η σύζυγος ήξερε από μικρή να γαζώνει γιατί στήριξε την οικογένειά της σε έμφραγμα του πατέρα της στα 40 του και οι δύο αδερφές άφησαν το σχολείο και δούλεψαν σε βιομηχανία που τότε μεσουρανούσε στη Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθαμε λοιπόν εδώ, ένας πολύ καλός φίλος, ο Πέτρος, μου έστειλε δυο μηχανές δώρο, από έναν πτωχευμένο βιοτέχνη της Θεσσαλονίκης. Έτσι ξεκινήσαμε σιγά σιγά να κάνουμε μερεμέτια στο σπίτι, νοικιάσαμε ένα μικρό μαγαζάκι στην Καρβουνάδα και σιγά σιγά βγάζοντας 5 και 7 ευρώ την μέρα, προσπαθήσαμε να χτίσουμε ένα πελατολόγιο χωρίς να στενοχωρήσουμε ή να κλέψουμε κανέναν, περνώντας απο το κόσκινο της διαγωγής καθημερινά. Στο μεσοδιάστημα είχα και την επιστασία σε κάποια μελίσσια ενός μεγάλου μελισσοκόμου στο νησί για να συμπληρώσουμε το εισόδημα. Περνούσαμε δύσκολα, πιο πολύ τρώγαμε από το περιβόλι παρά απο το σούπερ μάρκετ. Με πολύ αγώνα, όπως ξέρουμε να τον δίνουμε απο μικρά παιδιά, αυτό ανατράπηκε. Αυτή την στιγμή έχουμε ένα ραφτάδικο, κάνουμε πάρα πολλές δουλειές που δεν είναι στο φάσμα του ραφτάδικου. Έχει ξεφύγει και στο κομμάτι των επίπλων, των αυτοκινήτων, των σκαφών, όπου με χαμηλές τιμές προσπαθούμε να βοηθήσουμε το περιβάλλον που μας έχει αγκαλιάσει. Το βλέπουμε σαν μια κίνηση ανταποδοτική στη βοήθεια που δεχθήκαμε. 

Σχετικά με τις “17 κλωστές”, εδώ ερχόμαστε σε μια κατάσταση που κατ’ αρχάς οφείλεται σε τεράστιο βαθμό, στην Μιρέλλα Παπαοικονόμου, η οποία θα έπρεπε να έχει κάπου στο νησί ένα άγαλμα δικό της. Έχει φέρει πολλές παραγωγές, πολύ χρήμα, μεγάλη δημοσιότητα και φήμη σε αυτόν τον τόπο που είναι ξεχασμένος από πάρα πολλούς, οι οποίοι μας θυμούνται μόνο όταν πρέπει να τους ψηφίσουμε. Μαζί με τον συγγραφέα, τον Πάνο Δημάκη και έναν αφανή συντελεστή, τον Νίκο Βέργο, που είναι και πολύ καλός φίλος από τον Κάλαμο, ο οποίος βοήθησε τον Πάνο Δημάκη στην έρευνα για αυτό το κατάπτυστο συμβάν στα Κύθηρα, που είναι απο τα μεγαλύτερα φονικά που έχουν γίνει ποτέ στην ιστορία της Ελλάδας, ξεκίνησε να στήνεται η ιδέα του να γίνει σειρά. Σε αυτό ήρθε λοιπόν η Cosmote με την Tanweer και τον Σωτήρη Τσαφούλια, έναν καταξιωμένο σκηνοθέτη, να το αποτυπώσουν όλο αυτό στην μικρή οθόνη, να το δει ο κόσμος και ίσως, προσωπική μου άποψη, να μπούμε και στα παπούτσια του φονιά και να δούμε ότι δεν γεννιέσαι φονιάς, γίνεσαι και πολλές φορές, σε σπρώχνει η κοινωνία να γίνεις. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά. Οφείλω να ομολογήσω, μιλώντας με ανθρώπους, κάποιες γιαγιάδες αναφερόταν στο όνομα αυτού του μεγάλου φονιά ως «το κακόμοιρο». Άρα είχε περάσει το “ανάθεμα” απο την αντίληψή τους και είχε πάει περισσότερο στη συμπόνια, γιατί ήταν τόσο πιεσμένο άτομο και τόσο αδικημένο απο μια σκληρή κοινωνία που την ξέρουμε πώς είναι. Σε αυτό λοιπόν το βιβλίο που θα αποτυπωθεί και θα βγει στην τηλεόραση, έχει ταχθεί ένας μικρός στρατός απο ανθρώπους, από την παραγωγή της Cosmote που έχουν έρθει στο νησί μας για 2 μήνες περίπου, μια πλειάδα καταξιωμένων ηθοποιών, όπως ο Κώστας Φιλίππογλου, ο Μάνος Βακούσης, ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ο Θάνος Τοκάκης, η Μαρίνα Ψάλτη, και άλλοι πολλοί. Λόγω λοιπόν του πρότερου βίου, η Μιρέλλα Παπαοικονόμου πρότεινε να δώσω κι εγώ μια συμμετοχή στις οντισιόν με ένα κανονικό ρόλο, φυσικά λίγο παρακάτω απο τους κύριους ηθοποιούς που αυτοί είναι οι βασικοί συντελεστές. Περνώντας λοιπόν απο οντισιόν, με επέλεξε ο σκηνοθέτης.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό που βίωσα, είναι για μένα πρώτα απ’ όλα, η ζωή που δεν έζησα. Ήμουν σε ένα σύννεφο, ευτυχισμένος, ανάμεσα σε κολοσσούς, συνέχεια γυρνούσα και τους έλεγα πόσο τους αγαπώ, πόσο ωραία αισθάνομαι που βρίσκομαι ανάμεσά τους. Με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν. Ήμουν το χαζοχαρούμενο παιδί της παρέας. Προσπαθούσα να μην κάνω λάθη, να τελειώνω γρήγορα απο τη δική μου την πλευρά, δεν ήθελα να τους κουράζω, ένιωθα πως ήμουν ένα στρατιωτάκι ανάμεσα σε στρατηγούς που μου κάνουν το χατήρι και καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι. Πέρα απο αυτό, θεωρώ οτι τον ρόλο μου τον απέδωσα στο μέγιστο, έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό. Αυτό που συνάντησα ήταν μια ορχήστρα με καλοκουρδισμένα όργανα με το καθένα να βγάζει τον ήχο του. Απο το τελευταίο κοριτσάκι και αγοράκι που τρέχουν και κουβαλούν διάφορα πράγματα και καθαρίζουν, μέχρι τους μεγαλύτερους. Όλοι είναι απο πάνω σου σαν να είσαι άρρωστος μέσα σε εντατική. Στην κάθε παύση των γυρισμάτων μπουκάρουν μέσα να σε περιποιηθούν απο χίλιες μεριές. Αν είναι να καλύψουν ανάγκες σου όπως νερό ή να σου διορθώσουν πάλι το μακιγιάζ, να σου φτιάξουν πάλι τα μαλλιά σου. Εμμένουν σε λεπτομέρειες και είναι υπερβολικά λεπτολόγοι. Εάν δεν το ζήσει αυτό κάποιος δεν μπορεί να το καταλάβει. Φυσικά, η τοπική κοινωνία το βλέπει και λίγο σαν αστείο όταν συμμετέχει σε κάτι τέτοιο. Νομίζουν οτι είναι μια φάρσα γιατί ακόμη δεν έχουν καταλάβει τη σοβαρότητα. Θεωρώ οτι αυτό το σήριαλ «θα πάρει κεφάλια», είναι πολύ δυνατή ιστορία επειδή είναι αληθινή ιστορία. Η ιστορία αυτή έχει πολύ αίμα απο πίσω. Έχει πολύ αδικία απο πίσω. Ο φίλος μου ο Νίκος ο Βέργος, μου είπε μια κουβέντα που κι εγώ την πίστεψα κι όσο το κλωθογυρίζω στο μυαλό μου, ίσως αυτή η ιστορία και να έχει πίσω της ένα “ανάθεμα”. Απο τον ίδιο τον φονιά για να βγει η αλήθεια του στην επιφάνεια. Νομίζω πως θα βγει η αλήθεια του στην επιφάνεια. Χωρίς αυτό, προς Θεού, να δικαιολογεί την πράξη του. Αυτή λοιπόν η δυνατή ιστορία, έχει ένα πολύ δυνατό σενάριο απο πίσω, απο μια υπέρλαμπρη σεναριογράφο, έχει έναν στρατηγό σκηνοθέτη. Έχει έναν καλλιτέχνη διευθυντή φωτογραφίας και απο εκεί και πέρα μια φοβερή ομάδα. Όλοι αυτοί λοιπόν προσπαθούν και αναδεικνύουν το μέγιστο της προσπάθειάς τους, της προσωπικής, το παίρνουν και το πολλαπλασιάζουν για το προβάλλουν θεωρώ, ως χολιγουντιανή παραγωγή. Καλύπτουν τα πάντα, όλες τις ανάγκες, δεν αφήνουν τίποτε στον αέρα και κάθε λεπτομέρεια μετράει για αυτούς. Κι εκεί λοιπόν έρχεται και κουμπώνει η προσφορά που κάνουν οι ντόπιοι άνθρωποι εδώ. Γιατί σε μια τέτοια καλοκουρδισμένη ομάδα, αν ήθελε κάποιος να το παραλληλίσει, θα έλεγε πως το καλύτερο δέντρο που υπάρχει στο σύμπαν, εάν το βάλεις στο τσιμέντο δεν θα φυτρώσει. Θέλει καλό λίπασμα και φροντίδα. Το χώμα λοιπόν και η φροντίδα είναι η ντόπια κοινωνία. Στο κάλεσμα αυτών των ανθρώπων, είδα γιαγιάδες και παππούδες κουτσαίνοντας να ανταποκρίνονται, να πηγαίνουν να συμβάλλουν κι αυτοί σε αυτήν την προσπάθεια. Κάποιοι έφεραν και τα παιδάκια τους, κάθισαν στον ήλιο, κάθισαν στο κρύο, ταλαιπωρήθηκαν, όμως με το χαμόγελό τους. Δίνοντας την ανταποδοτικότητα στην προσπάθεια που έγινε. Νομίζω πως αυτό το αποτέλεσμα βγαίνει απ’ όλες τις πλευρές. Και δεν είναι μονοφωνικό, είναι πολυφωνία. Εάν δεν υπήρχε ο ένας ή ο άλλος, δεν θα έβγαινε αυτό το αποτέλεσμα. 

Σχετικά με τις προσδοκίες μου σε προσωπικό επίπεδο, δεν ήμουν ποτέ αιθεροβάμων, λόγω της φύσης της δουλειάς μου που εργαζόμουν απο παιδί στο μεροκάματο, σε ταβέρνα και γνώρισα όλες τις κάστες των ανθρώπων απο πολύ κοντά και αργότερα που κινήθηκα στο χώρο του εμπορίου στις πωλήσεις, ανάμεσα σε δυνατούς επιχειρηματίες, εργοστασιάρχες και εμπόρους, είχα τη φήμη του ρεαλιστή και δη του εμετικά ρεαλιστή. Δεν πετάω ψηλά, νιώθω όμως οτι αυτή η προσπάθεια θα χειροκροτηθεί απο πολύ κόσμο, μέσα σε αυτόν τον ήχο, λίγα ντεσιμπέλ απο το χειροκρότημα θα είναι και για μένα. Τώρα, το να περιμένω μια δεύτερη ζωή ή μια καινούρια καριέρα, νομίζω πως τις μέρες που ζούμε, το βιοποριστικό είναι το ζητούμενο, δυστυχώς. Δεν μπορούμε να μιλάμε τόσο για αυτοβελτίωση και να κυνηγάμε τα όνειρά μας όταν κυνηγάμε τη φέτα του ψωμιού την καθημερινή, που και σε προσωπικό επίπεδο, μας είχε λείψει για πολλά χρόνια. Τώρα, εάν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και αλλάξει το σύστημα, εγώ εννοείται πως δεν θα είμαι αρνητικός και θα το ήθελα πάρα πολύ να κάνω αυτά που δεν έκανα μικρός. Υπό άλλες συνθήκες, εάν μπορούσα να το συνδυάσω, θα ήταν για μένα το ιδανικό και σίγουρα χωρίς να χαλάσω την πατρίδα που χτίσαμε. Τα Κύθηρα. Αυτό δεν θέλω να το χαλάσω”. 

Ακολουθούν φωτογραφίες και συνεντεύξεις όσων ντόπιων κατοίκων συμμετείχαν και δέχθηκαν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους μαζί μου, οι οποίοι μας συστήνονται και στα “Κυθήδωρα”. Τους ευχαριστώ όλους πολύ.

Νίκος Βέργος

“Με τον Πάνο Δημάκη είμαστε φίλοι αρκετά χρόνια. Όταν μου είπε την πρώτη φορά για αυτήν την ιστορία που εκτυλίχθηκε στα Κύθηρα, απόρησα με τον εαυτό μου που ενώ τη γνώριζα, δεν έτυχε να του την αναφέρω ποτέ μιας και είναι λάτρης παλαιών ιστοριών και αφηγήσεων. Την ιστορία αυτήν λοιπόν, του την αφηγήθηκαν όταν είχε επισκεφθεί το νησί για τον γάμο μου το καλοκαίρι του 2018. Βρέθηκε λοιπόν στις Καλοκαιρινές, σε σπίτι φιλικής οικογένειας για επίσκεψη. Το σπίτι κατοικείται από τις οικογένειες των αδελφών Διαμάντας και Ματίνας Καλλιγέρου. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού αυτού ήταν που είχε ξεψυχήσει η έγκυος κοπέλα που έσφαξε ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, αφήνοντας ορφανή τη γιαγιά τους. Βλέποντας η οικογένεια το ενδιαφέρον του για παλιές ιστορίες του αφηγήθηκε αυτή τη θαμμένη για τους περισσότερους, αιματοβαμμένη ιστορία.”Με τον Πάνο Δημάκη είμαστε φίλοι αρκετά χρόνια. Όταν μου είπε την πρώτη φορά για αυτήν την ιστορία που εκτυλίχθηκε στα Κύθηρα, απόρησα με τον εαυτό μου που ενώ τη γνώριζα, δεν έτυχε να του την αναφέρω ποτέ μιας και είναι λάτρης παλαιών ιστοριών και αφηγήσεων. Την ιστορία αυτήν λοιπόν, του την αφηγήθηκαν όταν είχε επισκεφθεί το νησί για τον γάμο μου το καλοκαίρι του 2018. Βρέθηκε λοιπόν στις Καλοκαιρινές, σε σπίτι φιλικής οικογένειας για επίσκεψη. Το σπίτι κατοικείται από τις οικογένειες των αδελφών Διαμάντας και Ματίνας Καλλιγέρου. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού αυτού ήταν που είχε ξεψυχήσει η έγκυος κοπέλα που έσφαξε ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, αφήνοντας ορφανή τη γιαγιά τους. Βλέποντας η οικογένεια το ενδιαφέρον του για παλιές ιστορίες του αφηγήθηκε αυτή τη θαμμένη για τους περισσότερους, αιματοβαμμένη ιστορία.

Στη συνέχεια του αφηγήθηκα κι εγώ με τη σειρά μου λεπτομέρειες που γνώριζα. Πολλά μου ήταν γνωστά από άρθρο της κ. Ελένης Χάρου σε Κυθηραϊκή εφημερίδα. Θυμάμαι πως είχα συγκλονιστεί με το γεγονός ότι ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι για μια τόσο συνταρακτική ιστορία. Αναρωτήθηκα τότε πως ένα τόσο τραγικό γεγονός είχε θαφτεί, καθώς υπάρχουν ιστορίες που είναι διδακτικές ακόμη και εάν το περιεχόμενό τους είναι σκληρό ή δύσκολο. Μέσα από ερωτήματα που μου προέκυψαν αναλογιζόμενος τις πτυχές τις ιστορίας αυτής, ξεκίνησα να κάνω την έρευνα μου με αφετηρία την κ. Χάρου στην οποία οφείλουμε πολλά, γιατί έχει κάνει τεράστια έρευνα την εποχή που ανακάλυψε τη φωτογραφία και την ιστορία αυτή ως νεοπροσληφθείσα εκπαιδευτικός στον τόπο της, τα Κύθηρα. Πρόλαβε την εποχή εκείνη ανθρώπους τους οποίους ή είχαν βιώσει την ιστορία σαν μικρά παιδιά, ή την μετέφεραν όσο γινόταν αναλλοίωτη από τους παππούδες και τους γονείς τους, διασώζοντας πολλές πληροφορίες. Προς μεγάλη μου έκπληξη μέσα από προσωπική μου έρευνα, διαπίστωσα πως αρκετοί συντοπίτες μας (που αυτή τη στιγμή είναι ενθουσιασμένοι με την εξέλιξη του όλου εγχειρήματος), ήταν διστακτικοί αρχικά στην όποια ερώτηση σχετική με το θέμα, ενώ η όλη ιστορία κατά κάποιο τρόπο είχε δαιμονοποιηθεί, ήταν taboo και είχε στιγματίσει αρνητικά τις προηγούμενες γενιές. Αυτό δυστυχώς είχε αντίκτυπο στις πληροφορίες που μπορούσαν να αντληθούν και παρουσιάστηκαν αργότερα, όταν είχε εκδοθεί το βιβλίο και είχε ξεκινήσει η παραγωγή της σειράς.

Στην αρχή της έρευνας του Πάνου προσπάθησα να τον βοηθήσω ψάχνοντας στοιχεία σε παλιές εφημερίδες και μαζεύοντας μαρτυρίες από ντόπιους. Του μετέφερα την αφήγηση σχετικά με τον Κυθήριο δεσμοφύλακα στο Ναύπλιο από τον γείτονά μου κ. Αντώνη Χάρο (Μενιαντώνη) που είναι γιός του. Η σκηνή με το λιντσάρισμα που μου μετέφερε ο παππούς μου Σταύρος Καλλίγερος, όπως του την είχε αφηγηθεί η μητέρα του Κυριακή, που την έζησε ως μικρό παιδί στις Καρβουνάδες. Υπήρξαν και άλλες διάσπαρτες μαρτυρίες και αναφορές από παλαιότερους όπου βοήθησαν στο να αποδοθεί το λαϊκό αίσθημα που είχε μείνει σχετικά με τα γεγονότα και να διασταυρωθούν οι πληροφορίες. Όλη όμως η ψυχή του βιβλίου ανήκει στον ίδιο τον Πάνο, ο οποίος αντλώντας τα πραγματικά γεγονότα, προσέθεσε και ορισμένα στοιχεία μυθοπλασίας, ώστε να περάσει κάποια διδακτικά μηνύματα και να αποτελέσει αυτό το βιβλίο ένα μυθιστόρημα και όχι ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.

 Όταν κυκλοφόρησε λοιπόν το βιβλίο και το διάβασα εντυπωσιάστηκα. Την πίστεψα πολύ αυτή την ιστορία όπως ακριβώς την είχε αποδώσει ο Πάνος και σκέφτηκα πως θα μπορούσε να γίνει μια ταινία ή θεατρικό έργο, σε ερασιτεχνικό τουλάχιστον επίπεδο. Μέσω της επαφής μου με το θέατρο, συνομίλησα με ανθρώπους του θεάτρου για τον τρόπο που θα μπορούσε να μεταφερθεί στη σκηνή. Δυστυχώς τότε όλες οι επικοινωνίες κρίθηκαν άκαρπες. Ο Πάνος αρχικά καθώς ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν προσγειωμένος, πράγμα λογικό εφόσον είχε ανησυχία για την επιτυχία και την αποδοχή του έργου του κυρίως στην κοιτίδα της ιστορίας του τα Κύθηρα. Έτσι σε μια προσπάθεια δικτύωσης με το νησί, τον έφερα σε επαφή με βιβλιοπωλεία και τα μέσα επικοινωνίας του τόπου. Τα βιβλιοπωλεία «Βιβλιόγατος» και «Εξάντας» φυσικά αγκάλιασαν και το βιβλίο και τον ίδιο το Δημάκη, διοργανώνοντας μάλιστα δύο παρουσιάσεις σε Λιβάδι και Ποταμό αντίστοιχα, με μεγάλη επιτυχία. Συμβολή σε αυτό είχε και η υποστήριξη από Κυθήριους παρουσιαστές Μανώλη Καλλίγερο (εφημερίδα Κυθηραϊκά), Ελένη Χάρου και Μάρω Λεονάρδου. Εκεί που πρέπει να σταθώ καθώς η συνεισφορά του ήταν καθοριστική, είναι στον Πάνο Καλλίγερο (Βιβλιόγατος). Πέρα από το γεγονός ότι διάβασε το βιβλίο και του άρεσε πάρα πολύ, το αγκάλιασε αμέσως, ανάλαβε την προώθηση και ενστερνίστηκε και αυτός γρήγορα την ιδέα, ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να φτάσει ψηλά. Έτσι προώθησε το βιβλίο στο επόμενο κομβικό άτομο, την Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Ο Πάνος Καλλίγερος βοήθησε, στο να πάρει δημοσιότητα το βιβλίο και να πέσει στα κατάλληλα χέρια.

Εγώ ήμουν, πιο πολύ, ο συνδετικός κρίκος του Πάνου Δημάκη με τα κατάλληλα άτομα της τοπικής κοινωνίας των Κυθήρων και από εκεί και πέρα ο Πάνος διέθετε τη δυναμική, αλλά και τον τρόπο να πάρει όλο το έργο πάνω του και έτσι βρήκε την πορεία του κι έκανε το καλύτερο. Αφού το βιβλίο πήρε την πορεία του, προσπάθησα να τον βοηθήσω στην ιδέα του να εστιάσει στα θύματα και όχι μόνο στον πρωταγωνιστή της τραγικής ιστορίας, στον οποίο δεν δίνεται συγχωροχάρτι, κάνοντας έρευνα σε παλιές ληξιαρχικές πράξεις και ντοκουμέντα. Προσπάθησα να βρω τα τα κατάλληλα άτομα, για να τον φέρω σε επαφή, γιατί στους περισσότερους που απευθύνθηκα με κοιτούσαν περίεργα και καχύποπτα πιθανόν, με φόβο μη τυχόν μετατραπεί σε ήρωα ο φονιάς της ιστορίας. Ευτυχώς η διεξαγωγή της 2ης παρουσίασης στις Καλοκαιρινές στο χώρο που εκτυλίχθηκαν οι πιο ζοφερές σελίδες της ιστορίας, αγκαλιάστηκε από πλήθος κατοίκων – απόγονοι θυμάτων πολλοί απ’ αυτούς – και πολλούς ακόμα Κυθήριους. Σε αυτή την εκδήλωση αποτέθηκε φόρος τιμής σε όλα τα θύματα, αναφέρθηκαν ιστορίες δικές τους ή των οικογενειών τους σε ένα πολύ συγκινητικό κλίμα.

Μετά σιγά σιγά φτάνουμε στο κομμάτι της παραγωγής και της σειράς. Σε αυτό το σημείο, ο Πάνος θέλοντας να με τιμήσει για την υποστήριξη και τη φιλία μας, αλλά και επειδή ήθελε ένα έμπιστο άτομο, επικοινώνησε το τηλέφωνό μου στους ανθρώπους της παραγωγής για οποιαδήποτε βοήθεια χρειάζονταν. Φυσικά δεν χρειάζονταν τόσο τη δική μου παρακίνηση, καθώς είχαν ληφθεί κατευθυντήριες από την Μιρέλλα Παπαοικονόμου που ήδη είχε ξεκινήσει να τους καθοδηγεί. Είχα την ευκαιρία να μιλήσω ο ίδιος μαζί της και με την Κάτια Κισσονέργη, όταν είχαν αρχίσει να γράφουν τα πρώτα επεισόδια, για να βοηθήσω στα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει. Οπότε με όλους μαζί και με τα άτομα της παραγωγής, προσπάθησα να βοηθήσω σε θέματα λαογραφικά, ενδυματολογικά, να βρεθούν παλιά αντικείμενα της εποχής, να βρεθούν οι άνθρωποι που θα συμμετείχαν ως extras και μετά κάτι που κι εγώ επιδίωξα καθότι συμμετέχω στον Κυθηραϊκό Σύνδεσμο Αθηνών, να μπορέσουμε να συμμετέχουμε στον χορό και στη μουσική.

Εκείνο που εμένα προσωπικά με ανησυχούσε ήταν πως δεν γνώριζα αν η παραγωγή ήθελε να κινηθεί με τον τρόπο που τελικά κινήθηκε, δηλαδή τιμώντας τον τόπο και την παράδοσή του έτσι ώστε να απεικονιστεί αυτή η ιστορία όσο γίνεται πιο ρεαλιστικά  στα Κύθηρα του 1900.

Προς μεγάλη μου χαρά και ικανοποίηση, είδα πως υπήρχε η διάθεση να διατηρηθεί οτιδήποτε Κυθηραϊκό και εκεί πραγματικά προσπάθησα να βοηθήσω γιατί αυτό που θα αποτυπωνόταν στη σειρά θα μείνει στη γενική συνείδηση σαν κάτι το Κυθηραϊκό. Η προσπάθεια ήταν, αυτό που θα απεικονιζόταν για κάτι το οποίο έχει συμβεί 120 χρόνια πριν, να αποδιδόταν με την αυθεντική μουσική, τις ενδυμασίες, τα αντικείμενα και τον τρόπο ζωής της εποχής εκείνης.

Στη συνέχεια, ο Πάνος Δημάκης -που δεν έχω λόγια πραγματικά για αυτόν τον χαρισματικό άνθρωπο, για την καλλιέργεια και εξέλιξή του- κάνει για ακόμη μια φορά την επαφή του με την παραγωγή. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω, παρ ‘όλη την επιτυχία του, το πόσο προσγειωμένος και αναλλοίωτος παραμένει. Πρότεινε λοιπόν, να συμμετέχω κι εγώ με έναν μικρό ρόλο στα γυρίσματα, απολαμβάνοντας το όλο εγχείρημα από την αρχή ως το τέλος του.

Με την ολοκλήρωση λοιπόν του έργου και εγώ, νιώθω μια πληρότητα σε πολλά θέματα. Στο ότι αυτή η ιστορία κινδύνευε να χαθεί για πάντα κι ευτυχώς διασώθηκε και θα πάρει τεράστιες διαστάσεις για τους λόγους που πρέπει και εύχομαι να περάσουν τα κατάλληλα μηνύματα στους ανθρώπους που θα παρακολουθήσουν τη ταινία. Κάτι ακόμα που με ικανοποιεί, είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι έδωσαν το στίγμα της εποχής και αυτό το ενστερνίστηκε η ομάδα της παραγωγής, διασώζοντας έτσι στοιχεία της παράδοσής μας που θα καταγραφούν για τις γενιές που θα έρθουν. Έπειτα, το ότι μπόρεσα να κατευθύνω τις καταστάσεις ώστε να καταφέρει ο Κυθηραϊκός Σύνδεσμος Αθηνών με την χορευτική ομάδα να συμμετάσχει και να χειριστεί το κομμάτι της μουσικής, της ένδυσης, της παραδοσιακής φορεσιάς, του χορού κλπ, ώστε να διασωθούν μέσα από την ταινία. Σε αυτό βοήθησε ιδιαίτερα, αξιέπαινα και καταλυτικά σε συνεννόηση με τη διοίκηση πάντα μα κυρίως την πρόεδρο κα Βάσω Σαμίου, ο χοροδιδάσκαλος της ομάδας Διονύσης Κατσούλης. Μάλιστα, όταν χρειάστηκε να ραφτούν κάποια γιλέκα για την εμφάνιση του χορευτικού του Κυθηραϊκού Συνδέσμου, βρήκα ένα παλιό γιλέκο του αδελφού της προγιαγιάς μου που είχε σκοτωθεί στους βαλκανικούς πολέμους. Διασώθηκε λοιπόν από εκείνο το παλικάρι αυτό το γιλέκο από το οποίο, με αυθεντική Κυθηραϊκή τεχνική, μπορέσαμε και φτιάξαμε και τα υπόλοιπα γιλέκα των ανδρικών φορεσιών. Εκεί ένιωσα μεγάλη συγκίνηση που σώθηκε ένα στοιχείο που ανήκε σε έναν άνθρωπο ο οποίος θυσιάστηκε για την πατρίδα του, αφήνοντας πίσω ένα αντικείμενο ως μοναδική παρακαταθήκη και κληρονομιά για τις επόμενες γενιές.

Μαζί με όλα αυτά που κερδήθηκαν, κατάφερα κι εγώ με τη συμμετοχή μου να βιώσω αυτό το εγχείρημα, καθότι είμαι κι εγώ ερασιτέχνης ηθοποιός, με μεράκι και αγάπη, παίζοντας και συμμετέχοντας στα γυρίσματα. Την μεγαλύτερη όμως πληρότητα και περηφάνια τη νιώθω για τον φίλο μου, που τίμησε τον τόπο μας που και ο ίδιος τον αγαπάει χρόνια, για την Μιρέλλα που έπαιξε κι εκείνη πολύ σημαντικό ρόλο και τέλος για τον Κυθηραϊκό θησαυρό που ονομάζεται Ελένη Χάρου γιατί χωρίς αυτή ίσως τίποτα να μην είχε ξεκινήσει. Για τον Πάνο όμως που ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο το 2018, τελικά αυτό το βιβλίο έφτασε να γίνει σενάριο και το σενάριο να γίνει ολόκληρη σειρά… Το βλέπω αυτό για τον φίλο μου και καμαρώνω. Είμαι περήφανος όπως η οικογένειά του και οι φίλοι του. Δίνει παράδειγμα σε πολλούς άλλους, μα κυρίως σε νέους, με ότι έχει επιτύχει μα κυρίως με το πως το διαχειρίζεται. Τον ευχαριστώ για όλα όσα έχει προσφέρει στον τόπο μας και πιστεύω ότι με το μυαλό και την πένα του έχει να φτάσει πολύ ψηλά. Τέλος θα ήθελα να πω ότι οι λόγοι που με οδήγησαν να αναφερθώ στην δική μου ιστορία μέσα σε αυτήν την υπόθεση, δεν ήταν για να διεκδικήσω δάφνες, που δε μου ανήκουν κιόλας φυσικά, αλλά για να παρακινήσω και να παροτρύνω συντοπίτες μου, ώστε να αφουγκραστούν τις ιστορίες του τόπου μας. Χρειάστηκε να βρεθεί ένας Πάνος Δημάκης και μια Μιρέλλα Παπαοικονόμου για να αναδείξουν αυτή την ιστορία και να θίξουν τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Η διαφύλαξη της ιστορίας και της λαογραφίας του τόπου μας είναι αυτά που μας κάνουν να διαφέρουμε, να ξεχωρίζουμε, να αποτελούμε πόλο έλξης και σημείο αναφοράς και είμαστε όλοι επιφορτισμένοι με αυτό το έργο. Επίσης οι ιστορίες του κάθε τόπου επαναλαμβάνονται εάν δεν κατανοούνται. Από την ιστορία δεν μπορείς να κρυφτείς και δεν μπορεί να προκύπτει τίποτα άλλο πέρα από το διδακτικό περιεχόμενο που μας αφήνει. Ας μη φοβόμαστε την άποψη των άλλων. Εμείς είμαστε οι άλλοι. Η ιστορία του Αντώνη Αρώνη και των θυμάτων του, έχω την αίσθηση ότι μας επιβάλλει να σβήσουμε μια λέξη από την υπέροχη ντοπιολαλιά μας και να την κρατήσουμε σαν φυλαχτό στη μνήμη μας: το κουσέγιο(κουτσομπολιό)“.

Ελένη Χάρου

“Εγώ συμμετείχα στα γυρίσματα στον ναό του Θεολόγου στον Κάλαμο, αλλά και στα γυρίσματα που πραγματοποιήθηκαν στα Αρωνιάδικα. Η συμμετοχή μου είχε αφορμή τη σφοδρή επιθυμία μου να βιώσω το κλίμα μιας εποχής για την οποία ξέρω, έχω ακούσει και έχω διαβάσει πάρα πολλά. Και έζησα την εμπειρία. Μπορώ να πω ότι είδα ολοζώντανη τη γιαγιά μου! Τις φιγούρες των παιδικών μας χρόνων, το παλό καφενείο, το τσαγκαράδικο. Υπήρξε μια γυναίκα απο τα Φράτσια που συμμετείχε στα γυρίσματα, της οποίας η φυσιογνωμία και το ντύσιμο θύμιζαν τόσο πολύ τη γιαγιά μου που ήταν κι εκείνη απο τα Φράτσια. Όταν αντίκρυσα τον πρωταγωνιστή Πάνο Βλάχο στον ρόλο του Λαγωνάρη, να τον ενσαρκώνει με τόσο πάθος, του είπα ότι ψάχνω και ερευνώ αυτόν τον άνθρωπο εδώ και 40 χρόνια και στο πρόσωπό του τον είδα ολοζώντανο“.

Ματθαίος Αγγελιουδάκης

“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Δυτική Κρήτη, μένω μόνιμα στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα από το έτος 1975 μέχρι και σήμερα. Έχω υπηρετήσει ως εκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Κυθήρων για έξι χρόνια εκ των οποίων τα τρία ως Αντιδήμαρχος. Με εξέπληξε ευχάριστα η πρόταση που μου έγινε πριν από τον περασμένο χειμώνα για να λάβω μέρος στα γυρίσματα της σειράς “17 κλωστές”, έτσι την δέχτηκα από την αρχή με ιδιαίτερη χαρά και ενθουσιασμό για πολλούς λόγους. Οι βασικοί είναι οι παρακάτω. Έχω ακούσει από παλιούς ανθρώπους του Τσιρίγου οι οποίοι σήμερα οι περισσότεροι απο αυτούς δεν υπάρχουν στην ζωή, αρκετές φορές να διηγούνται αυτήν την συγκλονιστική ιστορία. Διάβασα το βιβλίο του Πάνου Δημάκη σαν να ήταν ένα ποτήρι δροσερό νερό που το ήπια αλλά δεν με ξεδίψασε και μου άρεσε να ζήσω αυτήν την ξεχωριστή εμπειρία των γυρισμάτων, αλλά και να βοηθήσω έστω και με τον τρόπο αυτόν το νησί μου. Είχα τη χαρά και την τύχη να γνωρίσω από κοντά τόσους διακεκριμένους ανθρώπους του χώρου, τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, την σεναριογράφο, τους ηθοποιούς, τους τεχνικούς και όλο τον κόσμο της παραγωγής τους οποίους και ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι τα εγγόνια μου θα βλέπουν τον παππού τους ως έναν ξωμάχο του Τσιρίγου που έζησε το συμβάν και πόνεσε για τους αδικοχαμένους χωριανούς του, αλλά και για το άσχημο παιχνίδι της μοίρας εις βάρος ενός άλλου συμπατριώτη μου, αγαθού και τίμιου βιοπαλαιστή στη δεκαετία του 1910“.

Η Ελένη Φωτίου και η κόρη της, Μαρία-Ειρήνη Καραμαλάκη.

Ελένη Φωτίου

“Είμαι συγγραφέας και στιχουργός. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Λιβάνη”. Έχω σπουδάσει τοπογραφία και εκπαιδεύτηκα στις δημόσιες σχέσεις, την επικοινωνία, την ψυχολογία και στο διεθνές τουριστικό μάρκετινγκ. Διαθέτω μια οικογενειακή τουριστική μονάδα φιλοξενίας στον Αυλαίμωνα Κυθήρων, το συγκρότημα “Maryianni Suites”. Είμαι σύμβουλος life και spiritual coaching, ενώ δραστηριοποιούμαι στις εναλλακτικές μεθόδους αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης. Διδάσκω και πιστοποιώ σπουδαστές εναλλακτικών τεχνικών στον τομέα της προσωπικής και πνευματικής ανάπτυξης. Εργάστηκα στην Ολυμπιακή Αεροπορία ως Ιπταμένη Συνοδός. Ασχολούμαι με την ζωγραφική την αγιογραφία και την naturarte. Η συμμετοχή μου στις “17 κλωστές” ήταν μια πρόκληση σε μια εμπειρία απόλυτα μαγευτική. Σαν ένα ολοκαινούργιο ταξίδι στα αγαπημένα Κύθηρα. Ένα ταξίδι στον χρόνο μέσα από την ανυπέρβλητη δύναμη της έβδομης τέχνης. Εικόνες, ακούσματα, δράση με οδήγησαν σε ένα κυνήγι συναισθημάτων. Σε απροσδόκητες αισθήσεις έντονων αντιθέσεων που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει ολοκληρωτικά. Μόνο να  βιώσει και να κρατήσει το βίωμα στην καρδιά του σαν μια υπέροχη ανάμνηση. Σας ευχαριστώ όλους και τον κάθε έναν ξεχωριστά για το πολύτιμο αυτό δώρο”.

Μαρία-Ειρήνη Καραμαλάκη

“Έχω σπουδάσει παιδαγωγικά και τουριστικά και έχω αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση Maryianni Suites στον Αυλαίμωνα Κυθήρων. Έχω ασχοληθεί με το modelling-photo modelling καθώς και με την υποκριτική. Η συμμετοχή μου στις “17 κλωστές”, μου δημιούργησε έντονα συναισθήματα. Στο σκηνικό μιας άλλης εποχής και καθώς ταυτιζόμουν με ένα κορίτσι του 1909 η συγκίνηση ήταν ιδιαίτερη. Ο ενθουσιασμός, η χαρά και η αδρεναλίνη, κάποιες στιγμές στα ύψη, άφησαν το αποτύπωμά τους στην υπέροχη αυτή εμπειρία. Ευχαριστώ όλους όσοι συντέλεσαν στη δημιουργία της σειράς και στην ευκαιρία που μου έδωσαν να συμμετάσχω”.

Κωνσταντίνος Κοντολέων

“Είμαι ο Κωνσταντίνος και μου αρέσει πολύ να παίζω μουσική και να τραγουδώ τα παραδοσιακά Κυθηραϊκά τραγούδια και σκοπούς. Μου αρέσει να ρωτώ τους παλαιότερους  για να μαθαίνω και με αυτόν τον τρόπο να διασώζονται. Δεν είμαι κάποιος σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά όσο μπορώ, θέλω να συνδράμω στη διατήρηση της παράδοσης. Μου αρέσει επίσης να ζωγραφίζω, γι’ αυτό και σπούδασα ζωγραφική εξ αποστάσεως από τα Κύθηρα, αλλά διέμεινα και ένα διάστημα στην Αθήνα για τις σπουδές μου. Η ζωή εκεί δεν μου άρεσε και όταν επέστρεψα στο νησί μου, έκανα την πρακτική μου δίπλα στον Κυθήριο ζωγράφο Μανώλη Χάρο. Σχετικά με την μουσική μαθήτευσα δίπλα στον κ. Μανώλη Στάθη, από την περίοδο μάλιστα την μαθητική. Σαν παιδί μου άρεσε να παίζω μουσική και να τραγουδώ αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα ασχοληθώ πιο σοβαρά. Τυχαία λοιπόν, με τη δημιουργία μουσικού τμήματος στο σχολείο, κι ενώ υπήρχε σαν μάθημα, αλλά δεν υπήρχε δάσκαλος για πολλά χρόνια, ο κ. Μανώλης ήρθε και δημιούργησε ένα τμήμα όταν διορίστηκε, ενώ εγώ βρισκόμουν στην τρίτη λυκείου. Αρχικά προσπάθησα με ένα παλιό βιολί και πήγαινα και στο Ωδείο Κυθήρων. Στη συνέχεια, μια ηλικιωμένη γειτόνισσα μου χάρισε το παλιό βιολί του αδελφού της που το δώσαμε για επισκευή στην Αθήνα αλλά δεν επιδιορθώθηκε σωστά κι έτσι ξεκίνησα μόνος μου να το επιδιορθώσω, όπως και πολλά άλλα έγχορδα όργανα που έφταναν στα χέρια μου. Κατά την περίοδο του κορωνοϊού, συνέχισα τα μαθήματά μου με ωδείο της Αθήνας διαδικτυακά, με δασκάλους μου τον κ. Σωτήρη Μαργώνη στο βιολί, την κ. Στέλλα Βαλάση στο σαντούρι και με τον κ. Θεοδόση Σκιότη στο λαούτο. Επιστρέφοντας στα Κύθηρα, παράλληλα με την μουσική, διατηρώ την γεωργοκτηνοτροφική μου ασχολία, ασχολούμαι με τις ελιές, την αμπελουργία, με τα κατσικάκια, τα αρνάκια και τις κότες μου που τα συντηρώ, γιατί θεωρώ πως όλα χρειάζονται όταν ζεις στα Κύθηρα γιατί με αυτόν τον τρόπο είμαστε αυτάρκεις. Επίσης με την οικογένειά μου έχουμε μια γαϊδάρα, την Μαντώ Πετροχείλου, η οποία βρέθηκε και πρωταγωνίστρια στις «17 κλωστές».  Σχετικά με τη σειρά, εμένα με βρήκαν τυχαία άνθρωποι από την παραγωγή και επειδή τους άρεσε ο τρόπος που μιλώ, με την Κυθηραϊκή προφορά, με ρωτούσαν αρχικά για την χρήση παλιών αντικειμένων που είδαν στο σπίτι μου και μου πρότειναν να συμμετέχω ως μουσικός με το λαούτο μου. Έπειτα όμως, ο σκηνοθέτης της σειράς, ο κ. Τσαφούλιας, άλλαξε γνώμη και μου πρότεινε να παίξω έναν μικρό ρόλο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων με συμπάθησε ο πρωταγωνιστής Πάνος Βλάχος και με κάλεσε προσωπικά να τον συνοδεύσω σε μια συναυλία του στην Τεχνόπολη στην Αθήνα και να παρουσιάσουμε στο κοινό ένα Κυθηραϊκό τραγούδι. Επιλέξαμε τον Μπουρδάρη και είπαμε και κάμποσες μαντινάδες. Μάλιστα ανάμεσα στα 20 τραγούδια της συναυλίας το δικό μου τραγούδι όταν παρουσιάστηκα στη σκηνή ήταν το Νο. 17, τυχαίο αλλά συμβολικό με τον τίτλο της σειράς «17 κλωστές». Για τη σειρά θέλω να τονίσω σχετικά με το τεχνικό κομμάτι, ότι οι άνθρωποι αυτοί μας μετέφεραν 100 χρόνια πίσω στο παρελθόν, και ήταν πολύ δύσκολο διότι όλα τα αντικείμενα που χρειάστηκαν να μεταφέρουν από τα σπίτια μας για να αποτυπώσουν εκείνη την εποχή ήταν και μεγάλης αξίας. Τα παλιά ρούχα, τα παλιά έπιπλα. Έγιναν όλα πολύ σωστά και με μεγάλη έρευνα εκ μέρους τους. Η εμπειρία ήταν πολύ όμορφη. Η συμμετοχή των ντόπιων κατοίκων ήταν πολύ σημαντική γιατί όλοι μας σήμερα είμαστε απόγονοι των πρωταγωνιστών εκείνων. Το συνεργείο ήταν άνθρωποι πολύ φιλικοί και οργανωτικοί, με όρεξη και αγάπη για τη δουλειά τους, γι’ αυτό θαρρώ πως βγήκε ένα πολύ ωραίο αποτέλεσμα. Ήταν μια πετυχημένη συνεργασία και χαρήκαμε όλοι που τη ζήσαμε”.

Νίκος Μαγουλάς

“Είμαι ο Νίκος Μαγουλάς και είμαι κάτοικος του Μυλοποτάμου Κυθήρων. Αφού ολοκλήρωσα αρκετά χρόνια εργασίας στην Αθήνα, επέστρεψα στο χωριό όπου οι συγχωριανοί μου με τίμησαν με την ψήφο τους και με επέλεξαν ως Πρόεδρο του χωριού μας τα προηγούμενα 4 χρόνια. Είχα τη τύχη να γνωρίζω τον Πάνο Δημάκη μέσω του κοινού μας γνωστού Πάνου Καλλίγερου( Βιβλιόγατος). Στην παρουσίαση του βιβλίου του “17 κλωστές” στις 23/8/20 ακούγοντας τους ομιλητές, όλοι είχαμε μείνει άφωνοι από τη μεγάλη σφαγή πού έγινε στα Κύθηρα στις αρχές του 1900 στο νησί μας. Τελειώνοντας η παρουσίαση και παίρνοντας μαζί μου ένα βιβλίο υπογεγραμμένο από τον Πάνο, χαιρετηθήκαμε και είπαμε ότι θα τα πούμε σύντομα. Προσπάθησα μέσα σε λίγες μέρες, μάλλον νύχτες κυριολεκτικά, να διαβάσω το βιβλίο και αφού το διάβασα, έκανα επαναλήψεις σε αρκετά κεφάλαια και του έστειλα ένα μήνυμα και του είπα ότι αυτό πρέπει να το κάνει ταινία. Καταλαβαίνεις εύκολα λοιπόν κανείς τη χαρά μου όταν έμαθα ότι θα ερχόταν στα Κύθηρα με συνεργάτες του να δουν χώρους, ανθρώπους, και τελικά μετά το Πάσχα να αρχίσουν τα γυρίσματα σε πάρα πολλά μέρη του νησιού μας. Αυτό που αποτυπώνεται σε εμένα προσωπικά, είναι ο σεβασμός όλων των συνεργατών του προς τους ντόπιους, οι ευχαριστίες τους και η προβολή των Κυθήρων. Η συμμετοχή μου στη ταινία μας γυρίζει στην εποχή της μεγάλης σφαγής με την κατακραυγή του κόσμου, όπου ενσαρκώνω κι εγώ έναν βοσκό στο πλήθος και τελικά την σύλληψη, την μεταφορά και τον θάνατο του Καστελάνη στο Ναύπλιο”.

Γιώργος Χρόνης

“Στα Κύθηρα έρχομαι 36 χρόνια και τα τελευταία 6 μένουμε μόνιμα στο νησί μαζί με τη σύντροφό μου, την Ηλιάνα μου, ως ερωτικοί μετανάστες Κυθήρων, διότι ερωτευτήκαμε το νησί και πλέον διατηρούμε το μουσικό εστιατόριο «Κόκκινο Σπαλέτο» στα Φριλιγκιάνικα, που πήρε το όνομά του από την παραδοσιακή φορεσιά των Κυθήρων, προσπαθώντας κι εμείς να προσθέσουμε το λιθαράκι μας στον τουρισμό του νησιού.  Η εμπειρία μου από τα γυρίσματα της σειράς «17 κλωστές» ήταν πάρα πολύ καλή, το συνεργείο ήταν καταπληκτικό, οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί, οι μακιγιέζ, οι ενδυματολόγοι, όλοι τους ήταν καταπληκτικοί. Επί οχτώ μέρες τους φιλοξενήσαμε στο κατάστημά μας καθότι έγιναν αρκετά γυρίσματα στην ευρύτερη περιοχή και ελπίζω και στο μέλλον να ζήσουμε ανάλογες στιγμές”.

Γιούλη Μεταξινιάδου(πρώτη απο δεξιά)

“Είμαι η Γιούλη και στα Κύθηρα διατηρώ 3 καταστήματα υποδημάτων και αξεσουάρ, στο Λιβάδι και στη Χώρα Κυθήρων όπου χαίρομαι πάντα να υποδέχομαι τους επισκέπτες μας και να γνωριζόμαστε από κοντά. Η διαδικασία των γυρισμάτων θεωρώ πως ήταν μια γιορτή για εμάς του ντόπιους.  Ήταν επίσης μια ευκαιρία να αναδείξουμε τις ομορφιές, την ιστορία και την παράδοση του τόπου μας γι’ αυτό και αποφάσισα να συμμετέχω. Ήταν όμορφο που γυρίσαμε σε μια παλιά εποχή, φορέσαμε όμορφα κουστούμια, που αλληλεπιδράσαμε μεταξύ μας, που ζήσαμε τη διαδικασία των γυρισμάτων μιας ταινίας, που είδαμε τη διάρκεια χρόνου που χρειάζεται για μια και μόνο σκηνή. Ήταν τόσο όμορφο να βλέπουμε τους ηθοποιούς και την τέχνη τους, την τέχνη πίσω από τις κάμερες, την τέχνη του ηχολήπτη, του διευθυντή φωτογραφίας. Ήταν μια πραγματική γιορτή για το νησί μας”.

Δέσποινα Πέττα

“Δεν κατάγομαι από τα Κύθηρα, αλλά όμως νιώθω σαν να είμαι από το νησί. Η μητέρα μου είχε διοριστεί στα Κύθηρα όταν εγώ ήμουν 3-4 ετών, οπότε τα καλοκαίρια μου τα έχω ζήσει μέσα στην πλατεία της Χώρας. Εκεί είχα όλα μου τα παιδικά βιώματα, ενώ έκανα και μια τάξη σχολείο, την 5η δημοτικού, οπότε νιώθω σαν να είναι το χωριό μου κατά κάποιο τρόπο. Έχω τελειώσει τη Δραματική Σχολή Αθηνών, Θεοδοσιάδη, το 2017 και το 2019 αποφάσισα να ανοίξω το κατάστημα «Σπαραγουάη» στα Κύθηρα, καθώς  γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι το επάγγελμα του ηθοποιού στην Ελλάδα, για να μπορώ να διαθέτω μια οικονομική ασφάλεια. Με την καραντίνα, στα επαγγελματικά σχετικά με το θέατρο, δεν είχα αντικείμενο να ασχοληθώ, οπότε παρέμεινα στο νησί, με το δικό μου brand, όπου φτιάχνω τα δικά μου ρούχα με λογότυπο τη βραχονησίδα Χύτρα, με αφαιρετικά μοτίβα, δημιουργώντας έτσι τη δική μου κολεξιόν. Κάπως έτσι συνέχισε η δημιουργική μου πορεία πέρα από το θέατρο. Έχοντας ήδη δημιουργήσει ένα θεατρικό εργαστήρι για παιδιά στα Κύθηρα, το οποίο διοργανώνεται μέσω του Κυθηραϊκού Ιδρύματος Πολιτισμού και Ανάπτυξης (Κ.Ι.Π.Α.), στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στα Κοντολιάνικα, οργανώσαμε μια παράσταση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2023. Και ήρθε στη συνέχεια, η σειρά του Σωτήρη Τσαφούλια με το σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, να με βρει εδώ στο νησί και ενώ μου έλειπε τόσο πολύ το κανονικό μου επάγγελμα. Νιώθω πολύ τυχερή που συμμετείχα, που γνώρισα αυτούς τους ανθρώπους. Είχα την τύχη να είμαι σε αυτήν την παραγωγή, έστω και με αυτόν τον ρόλο, ο οποίος είναι η Θεοδώρα, η κολλητή φίλη της Νικολέτας στη σειρά. Ήταν μια πάρα πολύ όμορφη εμπειρία. Από τα γυρίσματα, απο τον σκηνοθέτη, μέχρι και τον βοηθό παραγωγής. Όλοι οι άνθρωποι ήταν πάρα πολύ ευγενικοί και φαινόταν παντού το πολύ καλό ομαδικό κλίμα”.

Μαργαρίτα Κοντολέων

“Μένω στα Κύθηρα μόνιμα εδώ και 35 χρόνια και εργάζομαι ως ιδιωτική υπάλληλος. Ήθελα να πάρω μέρος στα γυρίσματα για τις «17 κλωστές» διότι ήθελα να αποκτήσω την εμπειρία αυτής της συνθήκης. Όλοι οι άνθρωποι της παραγωγής ήταν πολύ φιλικοί απέναντί μας και ήταν πολύ όμορφα όλα τα σημεία των γυρισμάτων. Ένιωσα ιδιαίτερη χαρά όταν συνομίλησα με τους ηθοποιούς της σειράς στα γυρίσματα και αργότερα τους συνάντησα πάλι, στο γραφείο που εργάζομαι, συμμετέχοντας ήδη μαζί τους στη σειρά. Η χαρά μου ήταν διπλή”.

Αναστασία Καλοπαίδη(δεύτερη απο δεξιά)

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Το 1994, σε ηλικία 21 ετών, αποφάσισα να έρθω μόνιμα στα Κύθηρα, το νησί που έχουν καταγωγή και οι δυο μου γονείς και που απο τα παιδικά μου χρόνια το λάτρεψα και ήταν όνειρο ζωής να έρθω μόνιμα. Απο τότε δραστηριοποιούμαι στον κλάδο του τουρισμού. Για 18 χρόνια διατηρούσα κατάστημα εστίασης και αργότερα ενοικιαζόμενα δωμάτια στον όμορφο Αβλέμονα. Τα Κύθηρα έχουν γίνει η μούσα κατά καιρούς, για πολλούς συγγραφείς και σεναριογράφους. Συμμετείχα στα γυρίσματα της σειράς “17 κλωστές” για δυο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι οτι η καταγωγή του παππού μου είναι απο τα Γερακιτιάνικα και το σπίτι του πρωταγωνιστή της ιστορίας είναι στην ίδια γειτονιά. Έτσι ο “καπετάν 16” αποτελεί μνήμη των παιδικών μου χρόνων. Ο δεύτερος λόγος ήταν για να ζήσω την εμπειρία και τον μαγικό κόσμο της τηλεόρασης πίσω απο τις κάμερες. 12 ώρες προετοιμασία και γύρισμα για 3 λεπτά θέασης στον καναπέ μας. Η παραγωγή είχε να διαχειριστεί πολύ κόσμο που δεν ήταν ηθοποιοί και με πολύ κόπο να στηθεί όλο αυτό, αλλά πάντα με χαμόγελο και ευγένεια. Δεν νιώσαμε ποτέ κάτι αρνητικό. Ηθοποιοί και βοηθοί ηθοποιών είμασταν όλοι ένα. Στο γύρισμα που συμμετείχα εξελισσόταν ένα πανηγύρι με χορούς, γέλια και χαρές. Περάσαμε τέλεια και θα ήθελα να το ξαναζήσω. Ευχαριστώ την παραγωγή που μου έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχω και όσους συνετέλεσαν για να γίνει αυτή η σειρά.

Βασιλική Κουβαρά

“Είμαι η Βασιλική Κουβαρά και τα τελευταία τρία χρόνια ζω μόνιμα στο νησί με την οικογένειά μου. Έχω τελειώσει σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και τους καλοκαιρινούς μήνες διατηρώ επιχείρηση με ενοικίαση θαλάσσιων μέσων αναψυχής στο Καψάλι. Η εμπειρία μου από τη συμμετοχή μου στα γυρίσματα της σειράς «17 κλωστές», ήταν συναρπαστική. Μεταφέρθηκα για λίγο σε μία άλλη εποχή πιο αγνή, πιο ρομαντική, πιστεύω πιο ανθρώπινη. Περιμένω με ανυπομονησία να παρακολουθήσω τη σειρά στην οθόνη μου”.

Ελεάννα Γαβαλά

“Είμαι κομμώτρια, έχω σπουδάσει κομμωτική, εδώ και 7 χρόνια εργάζομαι επαγγελματικά στην Αθήνα, φεύγοντας από τα Κύθηρα όπου μεγάλωσα, είναι η βασική μου δουλειά, είναι αυτό που μου αρέσει να ασχολούμαι.  Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο του Πάνου Δημάκη, «17 κλωστές», σκέφτηκα μονομιάς ότι θα ήταν μια πολύ καλή ιδέα από αυτό το βιβλίο να δημιουργηθεί μια σειρά ή μια ταινία. Όταν έμαθα αρχικά από τον Πάνο Καλλίγερο ότι αυτό όντως θα συμβεί, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συμμετείχα. Μου έγινε λοιπόν μια πρόταση από τους ανθρώπους της παραγωγής να συμμετέχω ως η βοηθός της κομμώτριας στα παρασκήνια, βοηθώντας στα χτενίσματα των ηθοποιών αλλά και στην τοποθέτηση των καπέλων και των μαντηλιών στα κεφάλια των γυναικών. Ο σκοπός της συμμετοχής μου δεν ήταν οικονομικός, αυτό είναι ξεκάθαρο, αλλά η εμπειρία από έναν χώρο που εώς τώρα δεν μου είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα μπορούσα να εργαστώ. Στη συνέχεια από τη στιγμή που επέστρεψα στην Αθήνα, εργάζομαι στην κορυφαία τηλεοπτική σειρά «Σασμός» στην ιδιωτική τηλεόραση.  Η συμμετοχή των ντόπιων κατοίκων των Κυθήρων στα παρασκήνια, ήταν μεγάλη. Αυτό που μπορώ να πω πως ένιωσα, ήταν μόνο χαρά”.

Ιωάννης Σχοινάς

“Ονομάζομαι Ιωάννης Σχοινάς και ζω στα Κύθηρα τα τελευταία 15 χρόνια. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κουκάκι. Η μητέρα μου έχει καταγωγή από τα Κύθηρα και έτσι γνώρισα και αγάπησα το νησί από μικρό παιδί. Μόλις ολοκλήρωσα τις σπουδές μου αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα στον τόπο που αγαπώ. Δραστηριοποιούμαι στο χώρο των κτιριακών κατασκευών. Τα Κύθηρα χαρακτηρίζονται από πανέμορφα και ιδιαίτερα τοπία. Πιστεύω ότι η σειρά “17 Κλωστές” είναι μία πολύ καλή αφορμή οι ομορφιές αυτές να αναδειχθούν. Τη συγκλονιστική ιστορία που περιγράφεται στη σειρά τη γνώριζα από μικρό παιδί και ανταποκρίθηκα με χαρά στο κάλεσμα για συμμετοχή. Έλαβα μέρος σε δύο γυρίσματα στον Μυλοπόταμο και ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία για μένα. Τα σκηνικά τα κοστούμια και η αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους συντελεστές ήταν μία υπέροχη γεύση από τον κόσμο του κινηματογράφου”.

Αλεξάνδρα Γεωργιάδη

“Πάντα ήθελα να βρεθώ στον χώρο που γυρίζεται μια σκηνή, πόσο μάλλον στις «17 κλωστές» με τόσο βαρύ για το νησί όπου διέμενα τα τελευταία 2 χρόνια, νόημα. Η εμπειρία ήταν απίστευτη. Δυστυχώς όμως κατάφερα να πάω μόνο σε ένα απο τα γυρίσματα που έγιναν. Οι παραδοσιακές φορεσιές, η μαγεία του τόπου, τα λόγια και οι οδηγίες τόσο του σκηνοθέτη όσο και του συνεργείου έκαναν την εμπειρία αυτή αξέχαστη! Μας έκαναν να νιώσουμε σαν να διαδραματιζόταν η ιστορία μπροστά στα μάτια μας! Είμαι πολύ χαρούμενη που μπόρεσα για μια φορά στη ζωή μου να βρεθώ πίσω απο τις κάμερες και όχι μπροστά απο μια οθόνη! Η εμπειρία αυτή δεν θα μπορούσε να κλείσει αλλιώς παρά μόνο με καλό φαγητό, παραδοσιακή μουσική και πολύ χορό μετά το τέλος των γυρισμάτων”.

Λυδία και Εμμέλεια Χάρου

Οι δύο αδελφούλες της Ελένης Αλεβιζοπούλου και του Σταύρου Χάρου δεν συμμετείχαν σε πολλά γυρίσματα, αλλά σε ένα από τα σπουδαιότερα, σε εκείνο στον Κάλαμο, στην εκκλησία του Θεολόγου, στο γύρισμα με το πανηγύρι. Τα κοριτσάκια ενθουσιάστηκαν με την ενδυματολόγο της σειράς που της πήρε πολύ χρόνο με μεγάλη λεπτομέρεια, η επιμέλεια στα ρούχα τους, έστω και για τα ελάχιστα λεπτά που θα βρεθούν στην οθόνη, το πόσος χρόνος δαπανήθηκε. Επίσης τους προκάλεσε μεγάλη εντύπωση το πλήθος του κόσμου που ήταν αναγκαίο από την πλευρά της παραγωγής για τα γυρίσματα και ο χρόνος που χρειάστηκε για τα γυρίσματα, το πώς σταματούσε μια σκηνή το γύρισμα και το πώς συνέχιζε ακριβώς από εκεί που είχε μείνει με τους ηθοποιούς στην ίδια θέση ακριβώς. Ήταν οπωσδήποτε μια σπουδαία εμπειρία που η συζήτηση σχετικά με αυτήν συνεχίστηκε και στο σπίτι για πολλές ημέρες μετά.

Σούλα Ταμβάκη

“Κατάγομαι από την Παροναξία κι έχω ζήσει στην Αθήνα όπου και γνώρισα τον σύζυγό μου, τον Ρούλη. Ήρθαμε στα Κύθηρα, στον τόπο καταγωγής του, έπειτα από δική του παρότρυνση, εγκαταλείποντας το κλεινόν άστυ, όπου εδώ στο νησί συμπληρώνει πολλά χρόνια με το επάγγελμα του υδραυλικού. Είμαι η μητέρα της γράφουσας στην ιστοσελίδα «Κυθήδωρα» και ήταν πραγματικά αναπάντεχο ότι θα ερχόταν η στιγμή να γραφτεί άρθρο για σήριαλ που σκηνοθέτησε ο Σωτήρης  Τσαφούλιας στα Κύθηρα, από αληθινή μάλιστα ιστορία που συνέβη το 1900, ο Σωτηράκης για μένα, που τον θυμάμαι παιδάκι 7-8 χρονών να παίζει με τα δικά μου παιδιά, στην πολυκατοικία όπου ζούσαμε τόσα χρόνια με την οικογένειά μας στον Πειραιά. Ποιος θα το φανταζόταν! Ο γιος των οικογενειακών μας φίλων, της Δέσποινας και του Δημήτρη, όντας πια μεγάλος και τρανός πια, να σκηνοθετεί σειρά τώρα στα Κύθηρα! Ένιωσα ιδιαίτερα ευτυχής που συμμετείχα σε αυτό και πολύ συγκινημένη που αγκάλιασα τον Σωτήρη μετά από τόσα χρόνια. Όλη η εμπειρία ήταν πρωτόγνωρη και μαγική. Συμμετείχα στην σκηνή του φονικού που γυρίστηκε στον Μυλοπόταμο που είναι και το σπίτι μας. Αν και έπρεπε να βρεθούμε πολλές ώρες στον χώρο των γυρισμάτων, ήταν μια γλυκιά κούραση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είμαι σίγουρη ότι το αποτέλεσμα θα είναι άξιο της φήμης όσων συμμετείχαν. Πολλά συγχαρητήρια σε όλους”.

Αξίζει να σημειωθεί οτι κατά τη διάρκεια της παραμονής του πρωταγωνιστή Πάνου Βλάχου στα Κύθηρα για τα γυρίσματα της σειράς, διοργανώθηκε συναυλία με την ιδιότητά του ως τραγουδοποιός και μουσικός, στο παραδοσιακό καφενείο “Αστικόν” στον Ποταμό, της οποίας τα έσοδα διατέθηκαν για την οικονομική ενίσχυση του Ναυτικού Ομίλου Κυθήρων, με πραγματικά τεράστια επιτυχία, κάτι για το οποίο είμαστε πολύ περήφανοι μιας και ο Σύλλογος αναβίωσε πρόσφατα. Τον ευχαριστούμε όλοι πολύ.

Ακολουθούν οι φωτογραφίες απο τα γυρίσματα.